- φουστανελλάς
- φουστανελλοφόρος ο носящий фустанеллу (см. φουστανέλλα)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελληνορράπτης — ο ράφτης παραδοσιακών λαϊκών ενδυμασιών (φουστανέλλας κ.λπ.) … Dictionary of Greek
Αδρακτάς, Γεώργιος — (1870 – 1962).Διηγηματογράφος και λαογράφος. Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα εμπνευσμένα από τη ζωή στη Θεσσαλία, πολλά από τα οποία είναι γραμμένα στο θεσσαλικό γλωσσικό ιδίωμα. Τα κυριότερα έργα του είναι: Ο φουστανελλάς ζωγράφος (Θεόφιλος) που… … Dictionary of Greek
fustă — FÚSTĂ, fuste, s.f. Obiect de îmbrăcăminte femeiască, care acoperă corpul de la talie în jos; jupă. ♦ fig. (depr.) Femeie. – Din ngr. fústa. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 FÚSTĂ s. foi (pl.), (livr.) jupă, (pop.) poale ( … Dicționar Român